- αυτοφόνευτος
- αὐτοφόνευτος, -ον (Α)αυτός που έχει αυτοκτονήσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτοφόνευτος — self slain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοφόνευτοι — αὐτοφόνευτος self slain masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)